συνδιεξαγομένη

συνδιεξαγομένη
σύν , διά-ἐξάγω
lead out
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνδιεξάγω — ΜΑ μσν. οδηγώ κάτι προς τα έξω μαζί με άλλον αρχ. παθ. συνδιεξάγομαι εξωτερικεύομαι, δηλώνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο («ὁ τοῡ μέλους ῥυθμὸς καὶ τῶν ῥημάτων ἡ δύναμις συνδιεξαγομένη μετὰ τοῡ μέλους», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”